- οπισθογράφηση
- endorsement
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
οπισθογράφηση — η η μεταβίβαση τής κυριότητας και κατοχής ενός τίτλου ή η εντολή για είσπραξή του σε άλλο άτομο με δήλωση τού κατόχου, η οποία αναγράφεται στην πίσω σελίδα τού τίτλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθογραφώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς… … Dictionary of Greek
οπισθογράφηση — η ενυπόγραφη γραφτή δήλωση πίσω από τον πιστωτικό τίτλο για τη μεταβίβαση της κυριότητας ή της κατοχής ή της εντολής σε άλλον για είσπραξη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πιστωτικός τίτλος — Έγγραφο με τύπο καθορισμένο από τον νόμο, στο οποίο είναι ενσωματωμένο το δικαίωμα που μνημονεύεται σ’ αυτό. Ο π.τ. έχει την πολύτιμη ιδιότητα να είναι αντικείμενο εύκολης διαπραγμάτευσης, επειδή το δικαίωμα που είναι ενσωματωμένο σε αυτόν είναι… … Dictionary of Greek
επιταγή — Πιστωτικός τίτλος με ασαφή ιστορική καταγωγή που γνώρισε ευρεία διάδοση από τις αρχές του 18ου αι. στη Μεγάλη Βρετανία, όταν απαγορεύτηκε στα πιστωτικά ιδρύματα να εκδίδουν τραπεζογραμμάτια και παραχωρήθηκε το δικαίωμα της έκδοσης χαρτονομίσματος … Dictionary of Greek
αποθήκες, γενικές — Ιδιωτικοί οργανισμοί που αναλαμβάνουν τη φύλαξη και τη διατήρηση κάθε είδους εμπορευμάτων για λογαριασμό τρίτων. Οι γ.α. υπάρχουν σε τόπους όπου η εμπορική κίνηση είναι εντονότερη. Τη μεγάλη χρησιμότητά τους δίνει όχι μόνο ο αξιόλογος τεχνικός… … Dictionary of Greek
γύρισμα — το (Μ γύρισμα) [γυρίζω] 1. περιστροφή 2. στροφή, στρίψιμο, καμπή 3. χορευτική φιγούρα 4. αλλαγή τού χρόνου, τού φεγγαριού κ.λπ. 5. επάνοδος, επιστροφή νεοελλ. 1. περιπλάνηση 2. (για εικόνα) περιφορά 3. στροφή προς τα πίσω ή προς άλλη κατεύθυνση 4 … Dictionary of Greek
δάνειο — Οτιδήποτε (συνήθως χρηματικό ποσό) κάποιος δίνει ή λαμβάνει, με συμφωνία επιστροφής· ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικές συναλλαγές, αλλά απαντάται επίσης μεταφορικά και σε άλλες περιπτώσεις. (Γλωσσ.) Γλωσσικό δ. καλείται το πέρασμα ενός … Dictionary of Greek
ενεχυρόγραφο(ν) — το 1. το ένα από τα δύο έγγραφα που αποδεικνύει την απόθεση εμπορευμάτων στις γενικές αποθήκες και με την οπισθογράφηση τού οποίου μπορεί το εμπόρευμα να ενεχυριαστεί σε τρίτο πρόσωπο 2. απόδειξη παράδοσης και παραλαβής ενεχύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
οπισθογράφος — ο, η αυτός που κάνει οπισθογράφηση ενός τίτλου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. opisthograph (< οπισθ[ο] * + γράφος*). Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
οπισθόγραφος — η, ο (Α ὀπισθόγραφος, ον) νεοελλ. ο γραμμένος στην πίσω σελίδα ενός τίτλου αρχ. ο γραμμένος στο πίσω μέρος ενός παπύρου, στο κάλυμμά του. επίρρ... οπισθογράφως με οπισθογράφηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο) + γραφος*. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ … Dictionary of Greek
συναλλαγματική — Έγγραφο που περιέχει την υπόσχεση ενός προσώπου (που λέγεται εκδότης) ή τη διαταγή προς ένα πρόσωπο (πληρωτής) να πληρώσει ορισμένο ποσό που θα το απαιτήσει ο εφοδιασμένος με το έγγραφο αυτό (λήπτης). Η ιστορική καταγωγή της σ. είναι αβέβαιη.… … Dictionary of Greek